Μιλήσιος

From LSJ
Revision as of 00:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μῑλήσιος Medium diacritics: Μιλήσιος Low diacritics: Μιλήσιος Capitals: ΜΙΛΗΣΙΟΣ
Transliteration A: Milḗsios Transliteration B: Milēsios Transliteration C: Milisios Beta Code: *milh/sios

English (LSJ)

α, ον, Milesian, Hdt.1.17, etc.; Μιλήσιοι, οἱ,

   A the Milesians, Id.5.28, etc.: prov., πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι M. Anacr.85; Μιλησίη (sc. χώρα), ἡ, Hdt.5.29:—also Μῑλησιακός, ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; -κά, τά, title of work by Aristides:—pecul. fem. Μῑλησίς, ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6.

Greek (Liddell-Scott)

Μῑλήσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Μιλήτου, Ἡρόδ., κτλ.· Μιλήσιοι, οἱ, οἱ τῆς Μιλήτου κάτοικοι, ὁ αὐτ. 5. 28, κτλ.· παροιμ., πάλαι ποτ’ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι, Ἀνακρ. 85· Μιλησίη (ἐξυπ. χώρα), ἡ, Ἡρόδ. 5. 29· κτητικ. ἐπίθ., Μιλησιακός, ή, όν, Πλουτ. Κράσσ. 32, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Milet ; ἡ Μιλησία (γῆ ou χώρα) le territoire de Milet.
Étymologie: Μίλητος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Μιλήσιος, -ία, -ον θηλ. και Μιλησίς και ιων. τ. Μιλησίη)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Μιλήτου, αρχαίας ελληνικής πόλης της Μ. Ασίας
αρχ.
1. μιλησιακός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μιλησίη
η Μίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μίλητος + κατάλ. -ιος, με συριστικοποίηση του -τ- πριν από -ι·].

Greek Monotonic

Μῑλήσιος: -α, -ον, ο Μιλήσιος (στην καταγωγή), Μιλήσιοι, οἱ, Μιλήσιοι, σε Ηρόδ.· Μιλησίη (ενν. χώρα), , στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Μῑλήσιος: II ὁ милетец, житель или уроженец Милета Her. etc.
милетский Her. etc.