μίτυς
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
υος, ἡ, a substance used by bees; a sort of
A propolis, Arist. HA624a14.
German (Pape)
[Seite 193] υος, ἡ, eine Art Wachs, womit die Bienen die Fugen der Bienenstöcke verkleben, Arist. H. A. 9, 40, v. l. μῆτυς.
Greek (Liddell-Scott)
μίτυς: -υος, ἡ ὁ κηρὸς δι’ οὗ αἱ μέλισσαι καλύπτουσι καὶ φράττουσι τὰ ἀνοίγματα, δηλ. τὰς «χαραγμάδας» τῶν κυψελῶν των, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
terre glaise utilisée par les abeilles.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
μίτυς, -υος, ἡ (Α)
κολλώδης ουσία, με την οποία οι μέλισσες καλύπτουν τις κυψέλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Russian (Dvoretsky)
μίτυς: υος ἡ пчелиный клей Arst.