πολιτηΐη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, Ion. for πολιτεία.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, ion. = πολιτεία.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολιτεία.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. πολιτεία.
Greek Monotonic
πολῑτηΐη: ἡ, Ιων. αντί πολιτεία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιτηΐη, ἡ Ion. voor πολιτεία.
Russian (Dvoretsky)
πολῑτηΐη: ἡ ион. = πολιτεία.