προάναρχος
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
Greek (Liddell-Scott)
προάναρχος: -ον, ὁ πρὸ πάσης ἀρχῆς καὶ ἄνευ ἀρχῆς, θεὸς Ἀνθ. Π. 1. 27· τῷ προανάρχῳ θεῷ φίλα Εὐστ. Πονημάτ. 76. 77· πρβλ. προανούσιος.
Greek Monolingual
-ον ΜΑ
αυτός που βρίσκεται πριν από κάθε αρχή και είναι χωρίς αρχή («υἱέ θεοῡ, Χριστέ, προάναρχε ἁπάντων», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
προανάρχως (Μ)
πριν από κάθε αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἄναρχος «αυτός που δεν έχει αρχή»].
Russian (Dvoretsky)
προάναρχος: предначальный, предвечный (θεός Anth.).