πυκινά
From LSJ
English (LSJ)
neut. pl. used as Adv.,
A v. πυκνός B. 11.
German (Pape)
[Seite 815] als adv. gebr. neutr. plur. von πυκινός, w. m. s. Vgl. auch πύκα.
Greek Monolingual
Α
βλ. πυκνός.
Greek Monotonic
πῠκῐνά: ουδ. πληθ. που χρησιμ. ως επίρρ.· βλ. πυκνός Β.
Russian (Dvoretsky)
πῠκῐνά: adv. Hom. = πυκινῶς.