συγγυμναστής

From LSJ
Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγυμναστής Medium diacritics: συγγυμναστής Low diacritics: συγγυμναστής Capitals: ΣΥΓΓΥΜΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: syngymnastḗs Transliteration B: syngymnastēs Transliteration C: syggymnastis Beta Code: suggumnasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A companion in bodily exercises, Pl.Sph.218b, Lg.830b, Charito 8.6, etc.; ἐν παλαίσματι X.Lac.9.4.

German (Pape)

[Seite 963] ὁ, der sich mit Uebende, der Mitturner; Plat. Soph. 218 b, καὶ ἡλικιώτης; vgl. Polit. 257 c; Xen. Lac. 9, 4; Sp., wie Charit. 8, 6.

Greek (Liddell-Scott)

συγγυμναστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος ἐν σωματικαῖς ἀσκήσεσι, Πλάτ. Σοφιστ. 218Β, Νόμ. 830Β, κτλ.· ἐν παλαίσματι Ξεν. Λακ. 9. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon d’exercice.
Étymologie: συγγυμνάζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγγυμνάζω
σύντροφος σε σωματικές ασκήσεις («τὸν Σωκράτους μὲν ὁμώνυμον, ἐμὸν δὲ ἡλικιώτην καὶ συγγυμναστήν», Πλάτ.).

Greek Monolingual

ὁ, Α συγγυμνάζω
σύντροφος σε σωματικές ασκήσεις («τὸν Σωκράτους μὲν ὁμώνυμον, ἐμὸν δὲ ἡλικιώτην καὶ συγγυμναστήν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συγγυμναστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος στις σωματικές ασκήσεις, σε Πλάτ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγυμναστής -οῦ, ὁ [συγγυμνάζω] sportmaatje, trainingspartner

Russian (Dvoretsky)

συγγυμναστής: οῦ ὀ товарищ по гимнастическим упражнениям Xen., Plat.