συγχορευτής
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A companion in the dance, Pl.Lg.654a, 665a, X.HG2.4.20.
German (Pape)
[Seite 971] ὁ, Mittänzer; Plat. Legg. II, 653 c; Xen. Hell. 2, 4, 20.
Greek (Liddell-Scott)
συγχορευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συγχορεύων, Πλάτ. Νόμ. 653Ε, 665Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fait partie du même chœur de danse.
Étymologie: συγχορεύω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ συγχορεύω
αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό
αρχ.
λάτρης της ίδιας θεότητας.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ συγχορεύω
αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό
αρχ.
λάτρης της ίδιας θεότητας.
Greek Monotonic
συγχορευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συγχορευτής: οῦ ὁ участник пляски, танцор Xen., Plut.