συσχολαστής

From LSJ
Revision as of 04:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσχολαστής Medium diacritics: συσχολαστής Low diacritics: συσχολαστής Capitals: ΣΥΣΧΟΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: syscholastḗs Transliteration B: syscholastēs Transliteration C: syscholastis Beta Code: susxolasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A school-fellow, fellow-student, Phld.Acad.Ind. p.91 M., D.H.Rh.9.12, Plu.2.47e, BCH32.430 (Delos); σ. τινός Zeno ap.D.L.7.9; τινὸς παρά τινι Str.13.1.67.--The word is noted as not Att. by Phryn.378 and prob. by Thom.Mag.p.337 R. (where codd. have σχολαστάς).

German (Pape)

[Seite 1046] ὁ, der mit Muße hat, bes. der Mitschüler, Strab. u. Plut.; s. Lob. Phryn. 401.

Greek (Liddell-Scott)

συσχολαστής: -οῦ, ὁ, συμφοιτητής, συμμαθητής, Διον. Ἁλ. π. Ρητορ. 349, Πλούτ. 2. 47Ε· σ. τινος, Διογ. Λ. 7. 9· τινος παρά τινι, Στράβ. 614· - ὁ Φρύνιχ. σ. 401 ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν ὡς ἐσχάτως ἀνάττικον, ὁμοίως καὶ Θωμᾶς ὁ Μάγιστρ. ἐν σ. 829.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
condisciple.
Étymologie: συσχολάζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συσχολάζω
1. αυτός που έχει σχόλη μαζί με κάποιον άλλον
2. (κατ' επέκτ.) συμμαθητής, συμφοιτητής.

Russian (Dvoretsky)

συσχολαστής: οῦ ὁ школьный товарищ Plut., Diog. L.