τάφρευμα
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ατος, τό,
A ditch, Pl.Lg.761b, D.C.Fr.57.33, Fr.98.1.
German (Pape)
[Seite 1075] τό, der gemachte, gezogene Graben, Plat. Legg. VI, 761 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τάφρευμα: τό, τάφρος ἤδη ἀνασκαφεῖσα, Πλάτ. Νόμ. 761Β, Δίων Κ.
Greek Monolingual
τὸ, Α ταφρεύω
τάφρος που έχει ήδη ανασκαφεί.
Russian (Dvoretsky)
τάφρευμα: ατος τό ров, окоп Plat.