ὑποφραδμοσύνη

From LSJ
Revision as of 05:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφραδμοσύνη: ἡ, παραίνεσις, συμβουλή, σῇς δ’ ὑποφραδμοσύνῃσιν Ἡσ. Θεογ. 658· ἄλλως: σῇσιν ἐπιφροσύνῃσιν.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
suggestion, conseil.
Étymologie: ὑπό, φράζομαι.

Greek Monotonic

ὑποφραδμοσύνη: ἡ (φράδμων), παραίνεση, συμβουλή, νουθεσία, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφραδμοσύνη: ἡ увещание, совет (Hes. - v. l. к σῇσι δ᾽ ἐπιφροσύνῃσι).