Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Menander, Monostichoi, 123English (Autenrieth)
see δράσσομαι.
Greek Monotonic
δεδραγμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του δράσσομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεδραγμένος ptc. perf. van δράσσομαι.