κρεμῶ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek (Liddell-Scott)
κρεμῶ: Ἀττ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.
French (Bailly abrégé)
ᾷς, ᾷ;
fut. att. de κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμῶ praes. en fut. van κρεμάννυμι.