ποτερίσδω
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
Dor. for προσερίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ποτερίσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ προσερίζω, Θεόκρ. 5. 60.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. προσερίζω.
Greek Monotonic
ποτερίσδω: Δωρ. αντί προσ-ερίζω.
Russian (Dvoretsky)
ποτερίσδω: дор. = προσερίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτερίσδω Dor. voor προσερίζω.