σχέο
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
A v. ἔχω.
Greek (Liddell-Scott)
σχέο: ἴδε ἔχω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. poét. de ἔχω.
English (Autenrieth)
see ἔχω.
Greek Monotonic
σχέο: Επικ. αντί σχοῦ, προστ. Μέσ. αορ. βʹ του ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
σχέο: эп. imper. к σχεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχέο ep. imperat. them. aor. 2 sing. van ἔχω.