Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνδαυλίζω

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν
1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ
2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»].

Greek Monolingual

και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν
1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ
2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»].