συναρμοττόντως

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρμοττόντως Medium diacritics: συναρμοττόντως Low diacritics: συναρμοττόντως Capitals: ΣΥΝΑΡΜΟΤΤΟΝΤΩΣ
Transliteration A: synarmottóntōs Transliteration B: synarmottontōs Transliteration C: synarmottontos Beta Code: sunarmotto/ntws

English (LSJ)

Adv. pres. part. of sq.,

   A fittingly, Pl.Lg.967e.

German (Pape)

[Seite 1004] adv. part. von συναρμόττω, passend, Plat. Legg. XII, 967 e.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμοττόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ., ἁρμοδίως, πρεπόντως, Πλάτ. Νόμ. 967Ε.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. όπως πρέπει, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συναρμόττων, -οντος του συναρμόττω, αττ. τ. του συναρμόζω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναρμοττόντως [συναρμόζω] adv. op een (erbij)passende, harmonische wijze.

Russian (Dvoretsky)

συναρμοττόντως: надлежащим образом Plat.