ῥόμος
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ὁ,
A wood-worm, Arc.59.24; ῥόμοξ, Hsch.(s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥόμος: ὁ, ὁ ἐν τοῖς ξύλοις γινόμενος σκώληξ, Λατ. teredo, Ἀρκάδ. 59, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και ῥόμοξ, ὁ, Α
το σκουλήκι του ξύλου, το σαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ. τ. wŗm-os «σκουλήκι» με φωνηεντισμό -ρο- (πιθ.
διαλεκτικό) και συνδέεται με το βοιωτ. ανθρωπωνύμιο Fάρμιχος και επίσης με τα: γοτθ. waurms, γερμ. Wurm και το λατ. vermis (πρβλ. και λ. ἕλμινς). Οι τ. ανάγονται πιθ. στην ευρύτατη ΙΕ ρίζα wer- «γυρίζω, ελίσσομαι» (πρβλ. ρέμβομαι)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: σκώληξ ἐν ξύλοις H. (Arc.).
Other forms: (cod. -οξ, prob. after the foll. word).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: If dial., ῥόμος may stand for *ῥάμος from PGr. *Ϝράμος, identical with Lat. vermis, Germ., e.g. Goth. waurms worm, ORuss. vermie locust, worms except for the ending (IE *u̯r̥m-); another form of the zero grade is seen in Boeot. PN Ϝάρμιχος. If old, *Ϝρόμος stands beside Lith. var̃mas gnat (IE *u̯or-m-; can also explain Lat. vermis) with metathesis of the ο-vowel (by Specht Ursprung 45 not convincing explained as "Sprachzauber"). - Further forms w. lit. in WP. 1, 271, Pok. 1152, W.-Hofmann s. vermis, Fraenkel s. var̃mas ; on the basic u̯er- turn, bend s. also ῥέμβομαι. Cf. also ἕλμις. -- Both assumptions seem not very probable.