ρέμβομαι
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α
1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ
β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ.
γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ τούτῳ χρωμένην, ῥεμβομένην τε καὶ ἀσωτευομένην», Νείλ.)
2. είμαι άστατος ή αβέβαιος (α. «ῥεμβομενον ἐν τοῖς πράγμασι καταμαθὼν αὐτόν», Πλούτ.
β. «παρθενευέτω καὶ ἡ διάνοια
μὴ ῥεμβέσθω, μὴ πλανάσθω», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
1. (για διατροφή) τρώω χωρίς όρεξη
2. (για λέξη) έχω ασαφή, αμφίβολη σημασία
3. ενεργ. ῥέμβω
περιστρέφω, γυρίζω κυκλικά κάτι («ῥέμβει
πλανᾱται», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ῥέμβομαι, κατά μία άποψη, ανάγεται σε μία ΙΕ ρίζα wer- «στρέφω, γυρίζω» (με μετάθεση φθόγγων) και εμφανίζει έρρινο ένθημα -μ- και χειλικό -β-. Η σύνδεση του ρ. με το μεσ. γερμ. wrimpen «ρυτιδώνω, ζαρώνω» και η αναγωγή σε ρίζα wremb- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα ῥομβ- του ῥέμβομαι έχει σχηματιστεί η λ. ῥόμβος].
Mantoulidis Etymological
(=περιπλανιέμαι). Ἴσως ἀπό τή ρίζα ρεπ- τοῦ ρέπω.
Παράγωγα: ρέμβη (=πλάνη), ρέμβος, ρεμβώδης, ρόμβος (=σβούρα), ρομβῶ (=περιστρέφω), ρομβοειδής, ρύμβος (ἀντί ρόμβος), ρυμβών, ρυμβονάω (=περιστρέφω).