λιμπάνω
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
collat. form of λείπω, Hp.Morb.4.55, Arat.128, Hdn.Gr. 2.10: elsewh. only in compds. ἀπο-, κατα-, ὑπο-λιμπάνω; not in Hom. exc. as v. l. in Il.11.604 (PTeb.266).
German (Pape)
[Seite 48] = λείπω, im praes. u. impf., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λιμπάνω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ λείπω, Ἱππ. 513, Ἄρατ. 128, Ἰω. Χρυσ.· ἀλλαχοῦ εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, κατα-λιμπάνω.
French (Bailly abrégé)
c. λείπω.
Greek Monolingual
λιμπάνω (Α)
λείπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λείπω.
Frisk Etymological English
See also: s. λείπω.