επίστομα

From LSJ
Revision as of 12:56, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

(I)
και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) στόμα
επίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα.
(II)
το
1. το μπροστινό τμήμα της κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο
2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων.