νευρίον
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
τό, Dim. of νεῦρον, Hp.Mochl. 1, Gal.2.400. II Dim. of νευρά, AP11.352.11 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 247] τό, dim. von νεῦρον, kleine Sehne, Saite, Agath. 68 (XI, 352).
Greek (Liddell-Scott)
νευρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ νεῦρον, Ἱππ. Μοχλικ. 842.
Greek Monolingual
(I)
νευρίον, τὸ (Α) νεύρον
υποκορ. του νεύρον.
(II)
νευρίον, τὸ (Α) νευρά
υποκορ. του νευρά.
Russian (Dvoretsky)
νευρίον: τό маленькая или тонкая струна Anth.