καταχρώζω

From LSJ
Revision as of 13:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek (Liddell-Scott)

καταχρώζω: τῷ ἑπομένῳ.

French (Bailly abrégé)

c. καταχρώννυμι.
Étymologie: κατά, χρῴζω.

Greek Monolingual

καταχρώζω (AM)
άλλος τ. του καταχρώννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώζω «χρωματίζω»].

Greek Monotonic

καταχρώζω: ή χρώννῠμι, μέλ. -χρώσω, χρωματίζω — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

or -χρώννῢμι fut. -χρώσω
to colour:— Pass. to be stained, Eur.