Γοργίειος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ον,
A of Gorgias, Gorgias-like, ῥήματα X.Smp.2.26; σχήματα D.H.Dem. 5; of vases, called after one Gorgias, IG11(2).128.31, al. (Delos, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Γοργίειος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Γοργίαν, ὅμοιος τῷ Γοργίᾳ, Ξεν. Συμπ. 2. 26.
Spanish (DGE)
-ον
I gorgiano, al estilo del sofista Gorgias ῥήματα X.Smp.2.26, σχήματα D.H.Dem.5.
II en Delos
1 gorgieo de ofrendas realizadas por un delio llamado Gorgias φιάλαι IG 11(2).128.31 (Delos III/II a.C.)
•subst. τὸ γ. el fondo gorgieo constituido por vasos ofrecidos por el mismo Gorgias ID 407.38 (II a.C.).
2 τὰ Γοργίεια fiestas Gorgieas, ID 366A.133 (III a.C.).
Greek Monotonic
Γοργίειος: [ῐ], -ον, αυτός που ανήκει στο Γοργία, ο όμοιος με το Γοργία, σε Ξεν.