πάγγλωσσος

From LSJ
Revision as of 14:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle toutes les langues.
Étymologie: πᾶς, γλῶσσα.

Greek Monolingual

πάγγλωσσος, -ον (ΑΜ, Μ και πάγγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά όλες τις γλώσσες («πάγλωσσον γένος», επιγρ.)
μσν.
(για τόπο) αυτός στον οποίο μιλιούνται όλες οι γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γλωσσος (< γλώσσα), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].

Greek Monotonic

πάγγλωσσος: ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες.

Middle Liddell

πάγ-γλωσσος, ορ -ττος, ον,
speaking all tongues.