αἰγιπόδης
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek (Liddell-Scott)
αἰγῐπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων πόδας αἰγείους, Ὕμ. Ὁμ. 18. 2, 37.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. αἰγίπους.
Étymologie: αἴξ, πούς.
Spanish (DGE)
(αἰγῐπόδης) -ου
• Morfología: [voc. αἰγιπόδη AP 6.57 (Paul.Sil.)]
de pies de cabrade Pan h.Pan.2, 37, AP l.c.
Greek Monotonic
αἰγῐπόδης: -ου, ὁ (αἴξ, πούς), αυτός που έχει πόδια κατσίκας, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
αἰγῐπόδης: HH = αἰγίπους.