βαλός
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ὁ, Dor. for βηλός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 431] ὁ, dor. = βηλός, Aesch. Ch. 564.
Greek (Liddell-Scott)
βᾱλός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ βηλός, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
dor. c. βηλός.
Spanish (DGE)
v. βηλός.
Greek Monotonic
βᾱλός: ὁ, Δωρ. αντί βηλός.
Russian (Dvoretsky)
βᾱλός: ὁ дор. Aesch. = βηλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βᾱλός Dor. voor βηλός.