εὐποίκιλος

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποίκῐλος Medium diacritics: εὐποίκιλος Low diacritics: ευποίκιλος Capitals: ΕΥΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: eupoíkilos Transliteration B: eupoikilos Transliteration C: efpoikilos Beta Code: eu)poi/kilos

English (LSJ)

ον,

   A variegated, ἄνθος AP6.154 (Leon. or Gaet.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, πολυποίκιλος, εὐποίκιλον ἄνθος ὀπώρης Ἀνθ. Π. 6. 154. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fortement tacheté.
Étymologie: εὖ, ποικίλος.

Greek Monolingual

εὐποίκιλος, -ον (ΑΜ)
πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.

Greek Monotonic

εὐποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐποίκῐλος: очень пестрый (ἄνθος Anth.).

Middle Liddell

εὐ-ποίκῐλος, ον
much varied, variegated, Anth.