ἐκθηριόομαι
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθηριόομαι: παθ., γίνομαι ὅλως θηριώδης, ἐξαγριοῦμαι, Λατ. efferari, Εὐρ. Βάκχ. 1332, Φίλων 1. 430 - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Τζέτζῃ (Ἱστ. 3. 948: «μήπως ἐκθηριώσωσιν ἐκείνους τῇ βαδίσει»).
Greek Monotonic
ἐκθηριόομαι: Παθ., γίνομαι ολοκληρωτικά θηρίο, εξαγριώνομαι, Λατ. efferari, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθηριόομαι: превращаться в дикого зверя, дичать Eur.