κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: εὔπακτος | Medium diacritics: εὔπακτος | Low diacritics: εύπακτος | Capitals: ΕΥΠΑΚΤΟΣ |
Transliteration A: eúpaktos | Transliteration B: eupaktos | Transliteration C: eypaktos | Beta Code: eu)/paktos |
Dor. for εὔπηκτος, B. 16.82, etc.
[Seite 1086] dor. für εὔπηκτος, Theocr.
εὔπακτος: Δωρ. ἀντὶ εὔπηκτος.
εὔπακτος, -ον (Α)
δωρ. τ., βλ. εύπηκτος.
εὔπακτος: Δωρ. αντί εὔπηκτος.
[doric for εὔπηκτος.]