καυσόομαι

From LSJ
Revision as of 02:53, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109

German (Pape)

[Seite 1408] an großer Hitze, bes. Fieberhitze leiden, Sp.; in Brand gerathen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

καυσόομαι: Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. ὑποφέρω ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ συνήθεια, Διοσκ. 2. 162, Γαλην.

Greek Monotonic

καυσόομαι: Παθ., καίγομαι με υπερβολική ζέστη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καυσόομαι: воспламеняться, гореть (στοιχεῖα καυσούμενα NT).

Middle Liddell

καυσόομαι,
Pass. to burn with intense heat, NTest.