νεοθηγής

From LSJ
Revision as of 04:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοθηγής Medium diacritics: νεοθηγής Low diacritics: νεοθηγής Capitals: ΝΕΟΘΗΓΗΣ
Transliteration A: neothēgḗs Transliteration B: neothēgēs Transliteration C: neothigis Beta Code: neoqhgh/s

English (LSJ)

ές, = sq., A.R.3.1388, APl.4.124.

German (Pape)

[Seite 242] ές, neu geschärft; ἰοί, Ep. ad. 290 (Plan. 124); ἅρπη, Ap. Rh. 3, 1388.

Greek (Liddell-Scott)

νεοθηγής: -ές, ὁ νεωστὶ ἠκονομημένος, ἅρπην νεοθηγέα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1388, Ἀνθ. Πλαν. 124.

Greek Monolingual

νεοθηγής, -ές (Α)
νεόθηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηγής (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. οξυ-θηγής].

Greek Monotonic

νεοθηγής: -ές (θήγω), = νεόθηκτος, αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεο-θηγής, ές θήγω = νεοθηλής, Anth.]