εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
adv.nouvellement, récemment;Cp. νεωτέρως, Sp. νεώτατα.Étymologie: νέος.
νέως: επίρρ. του νέος.
νέως: adv. недавно, только что Plat., Thuc.
[adverb of νέος.]