Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
γάρ, δή, δῆθεν, δηλαδή, δηλονότι, δῆλος, δῆτα, πᾶς, που, πῶς, συγγενής, συμφυής, σύμφυτος