ορνιθοτρόφος

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

-ο (Α ὀρνιθοτρόφος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος
άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος
αρχ.
αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριο-τρόφος].