Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Full diacritics: φῐλοχᾰρής | Medium diacritics: φιλοχαρής | Low diacritics: φιλοχαρής | Capitals: ΦΙΛΟΧΑΡΗΣ |
Transliteration A: philocharḗs | Transliteration B: philocharēs | Transliteration C: filocharis | Beta Code: filoxarh/s |
ές,
A graceloving, Cat.Cod.Astr.2.171. 2 -χᾰρές, τό, = πράσιον, Plin.HN20.241, Gloss.
-ές, Α
1. αυτός που αγαπά την χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχαρές
ονομασία του φυτού πράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. εὐ-χαρής, πολυ-χαρής].