θαλασσόχρους
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
-ουν (Μ θαλασσόχρους, -ουν και -οος, -οον)
ο θαλασσόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χροος (< χρως «χρώμα»), πρβλ. άχρους, μελάγχρους. Ο μσν. τ. θαλασσόχροος μαρτυρείται ασυναίρετος].