Τισιφόνη
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
ἡ, (τίνω, φόνος)
A Tisiphone, the Avenger of blood, one of the Erinyes, Orph.H.69.2, A.968, Apollod.1.1.4. 2 daughter of Alcmeonand Manto, E.ap.Apollod.3.7.7 (NauckTGFp.380). (Τεισιφόνη shd. prob. be read.)
Greek (Liddell-Scott)
Τῑσῐφόνη: ἡ, ἡ ἐκδικήτρια τῶν φόνων, μία τῶν Ἐρινύων, Ὀρφ. Ὕμν. 682, Ἀργ. 966.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Tisiphonè, l’une des trois Furies, vengeresses du meurtre.
Étymologie: τίω, φόνος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
μία από τις ερινύες, η εκδικήτρια τών φόνων («ἐκ δὲ τῶν σταλαγμῶν τοῦ ῥέοντος αἵματος ἐρινύες ἐγένοντο, Ἀληκτώ, Τισιφόνη, Μέγαιρα», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίνω / τίσις «εκδίκηση» + -φόνη (< φόνος < θείνω «χτυπώ»)].
Russian (Dvoretsky)
Τῑσῑφόνη: ἡ Тисифона, «Мстительница за убийство» (старшая из трех Эриний-Эвменид) Plut., Luc.