μακελλειό

From LSJ
Revision as of 12:55, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) μάκελλος
1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο
2. κρεοπωλείο, χασάπικο
3. μαγειρείο
νεοελλ.-μσν.
μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό»)
μσν.
φρ. α. κάμνω μακελλείον» — κατασπαράζω, καταξεσχίζω
β) «εἶμαι τοῦ μακελλείου» — προορίζομαι για θάνατο, είμαι μελλοθάνατος.