σήσαμο
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α
το σουσάμι
μσν.-αρχ.
ο σπόρος ή ο καρπός του σησάμου, της σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῦ σησάμου», Στράβ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σήσαμα
το μέρος της αγοράς όπου πωλείται σουσάμι
3. φρ. «σήσαμον τὸ ἄγριον» — το φυτό κίκι, ρίκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης, πρβλ. τα: ακκαδ. šamaššammu(m), εβρ. šumšon, χεττιτ. šam(m)am(m)a. Η λ. απαντά ήδη στην Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. sasama)].