ἀπολιμπάνω

From LSJ
Revision as of 13:25, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολιμπάνω Medium diacritics: ἀπολιμπάνω Low diacritics: απολιμπάνω Capitals: ΑΠΟΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: apolimpánō Transliteration B: apolimpanō Transliteration C: apolimpano Beta Code: a)polimpa/nw

English (LSJ)

Aeol. ἀπυ-, collat. form of

   A ἀπολείπω, ἀέκων σ' ἀ. Sapph.Supp.23.5, cf. Luc.Cat.7, Gal.UP4.11, POxy.1426.12 (iv A. D.): -Pass., Plu.Them.10.

German (Pape)

[Seite 312] nur praes. u. impf., ion. = ἀπολείπω, bes. bei Sp., Plut. Them. 10 u. öfter, wie Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολιμπάνω: ἀπολείπω, συχν. παρὰ Λουκ. ὡς ἐν Κατάπλ. 7. κ. ἀλλ.: -Παθ., Πλουτ. Θεμ 10.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
ἀπολείπω.
Étymologie: ἀπό, λιμπάνω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): eol. ἀπυ- Sapph.94.5
I 1dejar, abandonar σ' ἀέκοισ' ἀπυλιμπάνω Sapph.l.c., πολλὰ τῶν οἰκείων Aristox.Harm.55.7, cf. Gal.3.295, τὰς νομάς D.P.Au.1.30, τὴν Θρᾴκην D.P.Au.2.18, τὰ[ς ἄλ] λας κώμας IGBulg.4.2236.81 (Escaptópara III d.C.), τὴν χώραν POxy.1426.12 (IV d.C.).
2 dejar tras sí ἠχώ τινα ... ἴχνη τῶν λόγων ... ἀπολιμπάνουσαν Luc.Im.13, cf. Gall.18, Lyd.Mag.2.1, c. inf. final ἔφορόν σε καὶ ἰατρὸν εἶναι Luc.Cat.7
abs. dejar rastro οὐκ ἀπελίμπανεν ἐκ τῆς τροφῆς αὐτοῦ Sm.Ib.20.21.
3 en v. med. alejarse τῶν ἐκεῖσε PFlor.3.15 (III d.C.).
II gram.
1 tr. perder, quedarse sin λέξιν σημαίνουσάν τι A.D.Adu.203.18.
2 intr. faltar en el v. deponente ἀπολιμπάνουσιν τά τε ἐνεργητικά EM 400.45G.
en v. med. ser defectivo τετραχὼς γὰρ ἀπολιμπάνονται αἱ φωναὶ τῶν ῥημάτων EM 400.51G.

Greek Monolingual

ἀπολιμπάνω (Α) λιμπάνω
απολείπω.

Greek Monotonic

ἀπολιμπάνω: μεταγεν. τύπος του ἀπολείπω, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολιμπάνω: Plut., Luc. = ἀπολείπω.

Middle Liddell

late form of ἀπολείπω
to leave, Plut., Luc.

Chinese

原文音譯:Øpolimp£nw 虛坡-淋爬挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-缺乏
字義溯源:遺留,遺落,留下;源自(ὑπολείπω)=剩下),由(ὑπό)*=在下,被)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 留下(1) 彼前2:21