древний
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Russian > Greek
τανυῆλιξ, παλαίφατος, Κρονικός, παλαιγενής, πρεσβύτης, εὐπινής, πρεσβυτικός, πολιός, ἀρχαιόγονος, ἀρχαϊκός, προγενής, γεραιός, τριγέρων