древний
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Russian > Greek
παλαιός, τανυῆλιξ, παλαίφατος, Κρονικός, παλαιγενής, πρεσβύτης, εὐπινής, πρεσβυτικός, πολιός, ἀρχαιόγονος, ἀρχαϊκός, προγενής, γεραιός, τριγέρων, ἀρχαῖος