κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
σχῆμα, μορφή, μορφά, μόρφωμα, σχέσις, ἀνάπλασμα, διατύπωσις, περιβολή, τύπωσις, σχηματισμός, σχημάτισις, πτῶσις, γραφή, προσθήκη