ἀνάπλασμα

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπλασμα Medium diacritics: ἀνάπλασμα Low diacritics: ανάπλασμα Capitals: ΑΝΑΠΛΑΣΜΑ
Transliteration A: anáplasma Transliteration B: anaplasma Transliteration C: anaplasma Beta Code: a)na/plasma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A shape, form, model, τὰ ἀ. τῶν σωμάτων D.S.2.56.
II representation, imagination, Str.11.14.12; ἀ. τῆς διανοίας S.E.M.8.354.
2 correlative term, Ascl. in Metaph.331.30.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1forma, modelo τῶν σωμάτων D.S.2.56.
2 imaginación, representación τῆς διανοίας S.E.M.8.354, cf. Medeius 1, Gr.Naz.M.35.1125A.
II término correlativo Ascl.in Metaph.331.30.

German (Pape)

[Seite 202] τό, das Umgebildete, Erdichtete, mimisch Dargestellte, Strabo; übh. Bildung, σώματος Diod. Sic. 2, 56.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπλασμα: ατος τό образ, форма: ἀναπλάσματα τῶν σωμάτων Diod. телосложение; ἀναπλάσματα τῆς διανοίας Sext. мысленные образы.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπλασμα: -ατος, τό, τὸ ἀναπλασθέν, τὸ ἐκ νέου σχηματισθέν, τύπος, πρότυπον, τὸ ἀνάστημα, τὰ ἀν. τῶν σωμάτων Διόδ. 2. 56. ΙΙ. γέννημα τῆς φαντασίας, κενοπαθήματα καὶ ἀναπλάσματα τῆς διανοίας Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 354, Στράβ. 530.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάπλασμα)
πλάσμα, γέννημα της φαντασίας
αρχ.
1. αυτό που προήλθε από ανάπλαση, από ανασχηματισμό
2. αυτό που αναπαραστάθηκε πλαστά ή κατά μίμηση, αναπαράσταση, απομίμηση
3. αυτό που χρησιμεύει ως πρότυπο για ανάπλαση.