τύπωσις

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠ́πωσις Medium diacritics: τύπωσις Low diacritics: τύπωσις Capitals: ΤΥΠΩΣΙΣ
Transliteration A: týpōsis Transliteration B: typōsis Transliteration C: typosis Beta Code: tu/pwsis

English (LSJ)

τυπώσεως, ἡ,
A forming, moulding, impression, Thphr. Sens.53; modelling, S.E.M.9.197; of the foetus, Hp.Alim.42.
2 delineation, sketching in outline, Phld.Rh.2.34 S.
II the making of a τύπωμα 2 b, φαντασία τύπωσις ἐν ψυχῇ Stoic.2.229, cf. Cleanth.ib.1.108, al., Plot.4.3.26; the impression made, Plu.Brut.37.

German (Pape)

[Seite 1163] ἡ, das Formen, Bilden, die Abbildung, Plut. Brut. 37 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

τυπώσεως (ἡ) :
1 action de façonner, action de modeler ; fig. impression sur l'esprit;
2 objet modelé, forme, figure.
Étymologie: τυπόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύπωσις τυπώσεως, ἡ [τυπόω] vorming (van de foetus); Hp.; overdr. impressie, indruk:. κηρῷ... ἔοικεν ἡ τύπωσις onze indrukken lijken op die in was Plut. Brut. 37.3.

Russian (Dvoretsky)

τύπωσις: τυπώσεως (ῠ) ἡ
1 досл. отпечаток, оттиск, перен. впечатление (ἐν ψυχῇ Plut.);
2 резьба, рельефное изображение (ἐπὶ τῶν σφραγίδων Sext.);
3 форма, модель Plut.

Greek Monolingual

η / τύπωσις, τυπώσεως, ΝΜΑ τυπῶ
νεοελλ.
1. εκτύπωσητύπωση κειμένου»)
2. (μεταλλ.-χημ.) κατεργασία που συνίσταται στην πλαστική παραμόρφωση, εν θερμώ ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη βοήθεια τύπων, μητρών
3. φωτογραφική μέθοδος κατά την οποία λαμβάνεται θετική εικόνα από αρνητική
αρχ.
1. σχηματισμός, διαμόρφωση
2. πνευματική εικόναφαντασία τύπωσις ἐν τῇ ψυχῇ», Πλούτ.)
3. πρότυπο, υπόδειγμα
4. εικόνα («τῶν ἀνδριάντων ἄλλους ἀρχὴν ἔχοντας τυπώσεως», Σέξτ. Εμπ.)
5. περιληπτική περιγραφή.

Greek Monotonic

τύπωσις: [ῠ], ἡ (τυπόω), σχηματισμός, διάπλαση, πρότυπο, πρόπλασμα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

τύπωσις: [ῠ], ἡ, σχηματισμός, διάπλασις, διαμόρφωσις, ἐντύπωσις, Θεοφρ. περὶ Αἰσθήσ. 53· ὡσαύτως. ἐντύπωσις γινομένη εἰς τὸν νοῦν, Πλούτ. 2. 1084F. II. τύπος, πρότυπον, πρόπλασμα, Πλουτ. Βροῦτ. 37· τύπος, μορφή, εἰκών, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 197.

Middle Liddell

τῠ́πωσις, τυπώσεως, τυπόω
a mould, model, Plut.