знаменитый
From LSJ
Russian > Greek
ἀμύμων, περικλεής, πολύδοξος, περίφαντος, περιβόητος, περίβωτος, περικλυτός, ὀνομαστός, οὐνομαστός, πρόφαντος, μεγακυδής, ἀγακλεής, πρόφατος, γνώριμος, πολυώνυμος, διαβόητος, παράσημος, διαφανής, φανός, φατός, ἔνδοξος, πρεπτός, κλεινός, κλεεννός, ὀνομακλυτός, ὀνομάκλυτος, δακτυλόδεικτος, περίπυστος, ἀμφιβόητος, ἐπιφανής