знаменитый
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Russian > Greek
ἀμύμων, περικλεής, πολύδοξος, περίφαντος, περιβόητος, περίβωτος, περικλυτός, ὀνομαστός, οὐνομαστός, πρόφαντος, μεγακυδής, ἀγακλεής, πρόφατος, γνώριμος, πολυώνυμος, διαβόητος, παράσημος, διαφανής, φανός, φατός, ἔνδοξος, πρεπτός, κλεινός, κλεεννός, ὀνομακλυτός, ὀνομάκλυτος, δακτυλόδεικτος, περίπυστος, ἀμφιβόητος, ἐπιφανής, πάνυ, ἐπίδοξος, λαμπρός