περικλεής
From LSJ
English (LSJ)
περικλεές, = περικλειτός, AP7.119, A.R.1.1069: irreg. Sup. -κληέστατος Epic. in BKT 5(1).85 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 579] ές, rings berühmt, Ep. ad. 513 (VII, 119).
Russian (Dvoretsky)
περικλεής: весьма славный, знаменитый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
περικλεής: -ές, - περικλειτός, περίφημος, ἔνδοξος, Ἀνθ. Π. 7. 119, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1069.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επικλεής].