изящный
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Russian > Greek
κηρόπλαστος, ἀστεῖος, περίκομψος, εὐδαίδαλος, εὐπρεπής, εὐπρόσωπος, εὔμορφος, καλλίμορφος, καλός, γυμνάς, εὔμουσος, ἁβρός, εὐφυής, εὔταρσος, ἀσόλοικος, εὐεπής, εὔρυθμος, ἰσχνόπορος, ἐμμελής, ῥαδινός, βραδινός, κομψοπρεπής, λεπτουργής, εὔτυκτος, ἐΰτυκτος, κομψός