чуждый
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Russian > Greek
ἀμέτοχος, ἀνομίλητος, ἀκοινώνητος, ἀκοινώνατος, ἀσύμφυλος, παράμουσος, ἐξόμιλος, ἄφυλος